Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Xan
01
Ξαν, Ξαναξ
Xanax, a sedative used to treat anxiety that is sometimes misused recreationally
Παραδείγματα
I hope his dad finally realizes who's been stealing his Xan.
Ελπίζω ο πατέρας του να συνειδητοποιήσει επιτέλους ποιος κλέβει το Xan του.
She took a Xan to calm down before the party.
Πήρε ένα Xan για να ηρεμήσει πριν από το πάρτι.



























