Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Easy A
01
εύκολο μάθημα, απλό μάθημα
a class that's known to be simple to pass or earn a high grade in
Παραδείγματα
I'm taking history; it's an easy A.
Παίρνω ιστορία· είναι ένα εύκολο A.
Everyone signs up for easy A electives.
Όλοι εγγράφονται σε εύκολα μαθήματα επιλογής.



























