Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tranarchist
01
τραναρχιστής, τρανσέξουαλ αναρχικός
a transgender person who identifies with anarchism
Παραδείγματα
That tranarchist organizes queer community events.
Αυτός ο τραναρχιστής οργανώνει εκδηλώσεις για την κοινότητα queer.
Everyone admired the tranarchist's activism.
Όλοι θαύμαζαν τον ακτιβισμό του τραναρχιστή.



























