Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Femboy
01
φεμπόι, θηλυπρεπές αγόρι
a male who presents or expresses themselves in a feminine or androgynous way
Παραδείγματα
That femboy rocked makeup and skirts effortlessly.
Αυτό το femboy φορούσε μακιγιάζ και φούστες αβίαστα.
Everyone knew he was a femboy from his soft, stylish look.
Όλοι ήξεραν ότι ήταν ένας φέμμποϊ από την απαλή, στυλάτη εμφάνισή του.



























