chocolaty
Pronunciation
/tʃˈɑːkəlˌæɾi/
British pronunciation
/t‌ʃˈɒkəlˌæti/
chocolatey

Ορισμός και σημασία του "chocolaty"στα αγγλικά

01

σοκολατένιος, με γεύση σοκολάτας

having the flavor, smell, or qualities characteristic of chocolate
example
Παραδείγματα
The cake had a rich, chocolaty flavor that everyone loved.
Το κέικ είχε μια πλούσια, σοκολατένια γεύση που άρεσε σε όλους.
This ice cream is so chocolatey it melts in your mouth.
Αυτό το παγωτό είναι τόσο σοκολατένιο που λιώνει στο στόμα σας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store