Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Work hours
01
ώρες εργασίας, ωράριο εργασίας
the specific times during which a person is expected to work each day
Παραδείγματα
My work hours are from 8 AM to 5 PM
Οι ώρες εργασίας μου είναι από τις 8 π.μ. έως τις 5 μ.μ.
She requested flexible working hours to accommodate her childcare needs.
Ζήτησε ευέλικτες ώρες εργασίας για να ανταποκριθεί στις ανάγκες φροντίδας των παιδιών της.



























