Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Social glue
01
κοινωνική κόλλα, κοινωνικός δεσμός
something that helps hold a society or community together by promoting unity, trust, and cooperation
Παραδείγματα
Shared traditions act as social glue within communities.
Οι κοινές παραδόσεις λειτουργούν ως κοινωνική κόλλα εντός των κοινοτήτων.
Public events often serve as social glue by bringing people together.
Οι δημόσιες εκδηλώσεις συχνά λειτουργούν ως κοινωνική κόλλα φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά.



























