Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kitchen hand
01
βοηθός κουζίνας, πλύστης πιάτων
a person who assists with basic tasks in a kitchen, such as cleaning, washing dishes, and simple food prep
Παραδείγματα
She found part-time work as a kitchen hand.
Βρήκε μερικής απασχόλησης εργασία ως βοηθός κουζίνας.
The kitchen hand kept the area clean and stocked.
Ο βοηθός κουζίνας διατήρησε την περιοχή καθαρή και εφοδιασμένη.



























