Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Health service
01
υπηρεσία υγείας, σύστημα υγείας
a system or organization that provides medical care to the public
Παραδείγματα
She works for the national health service.
Δουλεύει για την εθνική υπηρεσία υγείας.
The health service is under pressure due to staff shortages.
Η υγειονομική περίθαλψη βρίσκεται υπό πίεση λόγω έλλειψης προσωπικού.



























