Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thought-out
01
καλά σκεφμένος, προσεκτικά σχεδιασμένος
carefully planned or considered before being done or decided
Παραδείγματα
Her response was calm and thought-out.
Η απάντησή της ήταν ήρεμη και σκεφτερή.
He gave a thought-out answer during the interview.
Έδωσε μια καλά σκεφμένη απάντηση κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.



























