Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Coworker
01
συνάδελφος, συμπαραστάτης
someone who works with someone else, having the same job
Παραδείγματα
My coworker helped me with a difficult project last week.
Ο συνάδελφός μου με βοήθησε σε ένα δύσκολο έργο την περασμένη εβδομάδα.
I enjoy collaborating with my coworkers on team projects.
Μου αρέσει να συνεργάζομαι με τους συνεργάτες μου σε ομαδικά projects.
Λεξικό Δέντρο
coworker
worker
work



























