LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cloven-footed
/klˈəʊvənfˈʊtɪd/
/klˈoʊvənfˈʊɾᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cloven-footed"
cloven-footed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to the cloven feet of ruminants or swine
word family
cloven-footed
cloven-footed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cloven hoof
cloven foot
cloven
clove-scented
clove tree
cloven-hoofed
clover
clover-leaf roll
clover-root
cloverleaf
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App