LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Closing off
/klˈəʊzɪŋ ˈɒf/
/klˈoʊzɪŋ ˈɔf/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "closing off"
Closing off
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of isolating something; setting something apart from others
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
closing curtain
closing
closeup lens
closeup
closeted
closing price
closing time
clostridia
clostridial myonecrosis
clostridium
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App