LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Closed shop
/klˈəʊzd ʃˈɒp/
/klˈoʊzd ʃˈɑːp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "closed shop"
Closed shop
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a company that hires only union members
Παράδειγμα
He
found
a
closed shop
and
had to
look for
another
place
to
buy
groceries
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App