Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to close out
01
ολοκληρώνω, τερματίζω
terminate
02
εκκαθαρίζω, ξεπουλώ
to conclude by selling off or getting rid of remaining items or assets
Παραδείγματα
The store is planning to close out its summer inventory with a clearance sale.
Το κατάστημα σχεδιάζει να κλείσει το καλοκαιρινό του απόθεμα με μια εκκαθάριση.
They decided to close out the project by auctioning off the equipment.
Αποφάσισαν να ολοκληρώσουν το έργο πωλώντας τον εξοπλισμό σε δημοπρασία.
03
καθιστώ αδύνατο, αποκλείω εκ των προτέρων
make impossible, especially beforehand



























