LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Close-packed
/klˈəʊspˈakt/
/klˈoʊspˈækt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "close-packed"
close-packed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
packed especially tightly
word family
close-packed
close-packed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
close-order drill
close-minded
close-knit
close-hauled
close-grained
close-quarter fighting
close-set
close-up magic
closed
closed book
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App