Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
close-set
01
κοντά τοποθετημένα, στενά
(of a person's eyes) positioned relatively close together, making the upper part of the face appear narrower
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κοντά τοποθετημένα, στενά