Clipped
volume
British pronunciation/klˈɪpt/
American pronunciation/ˈkɫɪpt/

Ορισμός και Σημασία του "clipped"

01

(of speech) having quick short sounds

02

cut or trimmed by clipping

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store