LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Climbable
/klˈaɪməbəl/
/klˈaɪməbəl/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "climbable"
climbable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
capable of being surmounted
02
capable of being ascended
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
climb-down
climb up
climb the greasy pole
climb on
climb down
climbdown
climber
climbing
climbing anchor
climbing boneset
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App