LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clenched fist
/klˈɛntʃt fˈɪst/
/klˈɛntʃt fˈɪst/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "clenched fist"
Clenched fist
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a hand with the fingers clenched in the palm (as for hitting)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
clenched
clench
clementine tree
clementine
clement xiv
cleome hassleriana
cleopatra
clepsydra
clerestory
clerestory window
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App