LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clapped out
/klˈapt ˈaʊt/
/klˈæpt ˈaʊt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "clapped out"
clapped out
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
worn from age or heavy use and no longer able to operate (of cars or machines or people)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
clapboard
clap up
clap together
clap out
clap on
clapper
clapper bridge
clapper loader
clapper valve
clapperboard
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App