LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Circulative
/sˈɜːkjʊlətˌɪv/
/sˈɜːkjʊlətˌɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "circulative"
circulative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to circulation
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
circulation
circulating library
circulating decimal
circulating
circulate
circulatory
circulatory failure
circulatory system
circumambulate
circumboreal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App