Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
church building
/tʃˈɜːtʃ bˈɪldɪŋ/
/tʃˈɜːtʃ bˈɪldɪŋ/
Church building
01
θρησκευτικό κτίριο, εκκλησία
a place for public (especially Christian) worship
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θρησκευτικό κτίριο, εκκλησία