Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chuffed
01
ευχαριστημένος, περήφανος
very pleased, proud, or delighted about something
Dialect
British
Παραδείγματα
He was chuffed to win first place in the competition.
Ήταν ενθουσιασμένος που κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό.
They were chuffed about their promotion at work.
Ήταν ενθουσιασμένοι με την προαγωγή τους στη δουλειά.
Λεξικό Δέντρο
chuffed
chuff



























