LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chuckhole
/tʃˈʌkhəʊl/
/tʃˈʌkhoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "chuckhole"
Chuckhole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a pit or hole produced by wear or weathering (especially in a road surface)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chucker-out
chuck-will's-widow
chuck-full
chuck wagon
chuck up the sponge
chuckle
chuckwalla
chuddar
chufa
chuff
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App