LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chrism
/kɹˈɪzəm/
/kɹˈɪzəm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "chrism"
Chrism
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a consecrated ointment consisting of a mixture of oil and balsam
Παράδειγμα
Last
Sunday
,
the
bishop
anointed
the
newly
confirmed
with
chrism
oil
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App