Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chinchilla
01
τσιντσίλα, τσιντσίλα (τρωκτικό)
a small South American rodent with grayish fur and rabbit-like ears
02
τσιντσίλα, παχύ ύφασμα από μαλλί και βαμβάκι
a thick twilled fabric of wool and cotton
03
το ακριβό ασημόγκριzo γούνα της τσιντσίλας, το πολύτιμο ασημόγκριzo γούνα της τσιντσίλας
the expensive silvery grey fur of the chinchilla



























