Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
affirmatively
01
καταφατικά
in a way that shows agreement or approval
Παραδείγματα
When asked if he agreed, she nodded affirmatively.
Όταν ρωτήθηκε αν συμφωνούσε, έγνεψε καταφατικά.
The committee responded affirmatively to the proposal.
Η επιτροπή απάντησε καταφατικά στην πρόταση.
1.1
καταφατικά, με σαφή και οριστικό τρόπο
in a clear and definite manner, often to show responsibility or proof
Dialect
American
Παραδείγματα
The defendant must affirmatively demonstrate their innocence.
Ο κατηγορούμενος πρέπει να κατηγορηματικά να αποδείξει την αθωότητά του.
She affirmatively stated her intention to comply with the regulations.
Καταφατικά δήλωσε την πρόθεσή της να συμμορφωθεί με τους κανονισμούς.
02
καταφατικά, με καταφατικό τρόπο
in a way that supports or promotes fairness toward groups previously discriminated against
Παραδείγματα
The university adopted policies affirmatively to increase diversity.
Το πανεπιστήμιο υιοθέτησε πολιτικές καταφατικά για να αυξήσει την ποικιλομορφία.
The organization acted affirmatively to support minority candidates.
Ο οργανισμός ενεργούσε καταφατικά για να υποστηρίξει υποψηφίους από μειονότητες.
Λεξικό Δέντρο
affirmatively
affirmative
affirm



























