LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chickweed phlox
/tʃˈɪkwiːd flˈɒks/
/tʃˈɪkwiːd flˈɑːks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "chickweed phlox"
Chickweed phlox
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
low mat-forming herb of rocky places in United States
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chickpea plant
chickpea flour
chickpea bread
chickpea
chickeree
chicle
chicle gum
chicness
chicory
chicory escarole
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App