Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
checkout counter
/tʃˈɛkaʊt kˈaʊntɚ/
/tʃˈɛkaʊt kˈaʊntə/
Checkout counter
01
ταμείο, πάγκος πληρωμής
a counter in a supermarket where you pay for your purchases
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ταμείο, πάγκος πληρωμής