LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cheapjack
/tʃˈiːpdʒak/
/tʃˈiːpdʒæk/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cheapjack"
Cheapjack
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a peddler of inferior goods
cheapjack
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
made of inferior workmanship and materials
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cheapest is dearest
cheapen
cheap-jack
cheap shot
cheap money
cheaply
cheapness
cheapskate
cheat
cheat on
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App