Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Aerosol can
01
κουτί αεροζόλ, ψεκαστήρας αεροζόλ
a dispenser that holds a substance under pressure and that can release it as a fine spray (usually by means of a propellant gas)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κουτί αεροζόλ, ψεκαστήρας αεροζόλ