Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chartered
01
ναυλωμένος, ενοικιασμένος
(of a plane, ship, or boat) hired for a special purpose
Λεξικό Δέντρο
unchartered
chartered
charter
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ναυλωμένος, ενοικιασμένος
Λεξικό Δέντρο