Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aerobic
01
αερόβιος, καρδιαγγειακός
(of physical exercise) including activities that increase one's heart rate and oxygen consumption rate
Παραδείγματα
Running is a great form of aerobic exercise.
Το τρέξιμο είναι μια εξαιρετική μορφή αερόβιας άσκησης.
She attends an aerobic dance class every week.
Παρακολουθεί ένα μάθημα χορού αεροβικής κάθε εβδομάδα.
02
αερόβιος, χρειάζεται οξυγόνο
needing oxygen or air to function or survive
Παραδείγματα
Aerobic bacteria thrive in oxygen-rich environments, breaking down organic matter.
Τα αερόβια βακτήρια ευδοκιμούν σε περιβάλλοντα πλούσια σε οξυγόνο, αποσυνθέτοντας οργανική ύλη.
Aerobic respiration is a metabolic process in which cells use oxygen to produce energy.
Η αερόβια αναπνοή είναι μια μεταβολική διαδικασία κατά την οποία τα κύτταρα χρησιμοποιούν οξυγόνο για να παράγουν ενέργεια.
Λεξικό Δέντρο
aerobic
aerobe



























