Chanting
volume
British pronunciation/t‍ʃˈɑːntɪŋ/
American pronunciation/ˈtʃæntɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "chanting"

01

the act of singing in a monotonous tone

word family

chant

chant

Verb

chanting

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store