Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cerebration
01
εγκεφαλική δραστηριότητα, σκέψη
mental activity involving careful consideration or reasoning
Παραδείγματα
After hours of cerebration, she finally solved the riddle.
Μετά από ώρες σκέψης, τελικά έλυσε τον γρίφο.
His quiet cerebration led to a brilliant solution.
Η ήσυχη εγκεφαλική δραστηριότητα του οδήγησε σε μια λαμπρή λύση.
Λεξικό Δέντρο
cerebration
cerebrate



























