LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Centric
/sˈɛntɹɪk/
/sˈɛntɹɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "centric"
centric
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having or situated at or near a center
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
centrex
centrefold
centre spread
centre of mass
centre of immersion
centrical
centrifugal
centrifugal force
centrifugal pump
centrifugate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App