Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
advertising agency
/ˈædvɚtˌaɪzɪŋ ˈeɪdʒənsi/
/ˈadvətˌaɪzɪŋ ˈeɪdʒənsi/
Advertising agency
01
διαφημιστική εταιρεία, διαφημιστικό πρακτορείο
a company that helps other businesses to create and promote advertisements for their products or services
Παραδείγματα
The advertising agency came up with a creative strategy to target younger consumers.
Ο διαφημιστικός οίκος σκέφτηκε μια δημιουργική στρατηγική για να στοχεύσει σε νεότερους καταναλωτές.
He joined an advertising agency to gain experience in media planning and strategy.
Προσχώρησε σε μια διαφημιστική εταιρεία για να αποκτήσει εμπειρία στον σχεδιασμό μέσων και τη στρατηγική.



























