Caulescent
volume
British pronunciation/kɔːlˈɛsənt/
American pronunciation/kɔːlˈɛsənt/

Ορισμός και Σημασία του "caulescent"

caulescent
01

(of plants) producing a well-developed stem above ground

word family

caulescent

caulescent

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store