LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Castaway
/kˈɑːstəwˌeɪ/
/ˈkæstəˌweɪ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "castaway"
Castaway
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a shipwrecked person
02
a person who is rejected (from society or home)
Παράδειγμα
The
castaways
lived off
coconuts
and
fish
during
their
time
on
the
island
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App