
Αναζήτηση
to cash in on
[phrase form: cash]
01
κερδίζω από, εκμεταλλεύομαι
to make the most of an opportunity for personal gain
Example
The actor attempted to cash in on his recent movie success.
Ο ηθοποιός επιχείρησε να κερδίσει από την πρόσφατη επιτυχία της ταινίας του.
The business seized the opportunity to cash in on the holiday season.
Η επιχείρηση εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να κερδίσει από την εορταστική περίοδο.

Συναφή Λέξεις