LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Carrying cost
/kˈaɹɪɪŋ kˈɒst/
/kˈæɹɪɪŋ kˈɔst/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "carrying cost"
Carrying cost
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the opportunity cost of unproductive assets; the expense incurred by ownership
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carrying charge
carrycot
carryall
carry-over
carry-out
carrying into action
carrying out
carryover cooking
carshare
carsick
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App