Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carriageway
01
οδόστρωμα, λωρίδα κυκλοφορίας
one of the two sides of a motorway where traffic travels in one direction only usually in two or three lanes
Λεξικό Δέντρο
carriageway
carriage
way
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οδόστρωμα, λωρίδα κυκλοφορίας
Λεξικό Δέντρο
carriage
way