LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Caroline
/kˈaɹəlˌaɪn/
/ˈkɛɹəˌɫaɪn/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "caroline"
caroline
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to the life and times of kings Charles I or Charles II of England
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carolinas
carolina wren
carolina spring beauty
carolina shag
carolina parakeet
caroline islands
caroling
carolingian dynasty
carolinian
caroller
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App