LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Caraway
/kˈæɹəwˌeɪ/
/ˈkæɹəˌweɪ/, /ˈkɛɹəˌweɪ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "caraway"
Caraway
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
leaves used sparingly in soups and stews
word family
caraway
caraway
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
caravanserai
caravansary
caravanning
caravan site
caravan inn
caraway seed
caraway seed bread
carbamate
carbamic acid
carbamide
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App