Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Car dealer
01
πωλητής αυτοκινήτων, αντιπρόσωπος αυτοκινήτων
a business that buys and sells new or used cars, often offering related services like repairs or financing
Παραδείγματα
The car dealer expanded its business by opening a new showroom downtown.
Ο πωλητής αυτοκινήτων επέκτεινε την επιχείρησή του ανοίγοντας ένα νέο θάλαμο επίδειξης στο κέντρο της πόλης.
This car dealer specializes in luxury brands and high-end vehicles.
Αυτός ο πωλητής αυτοκινήτων ειδικεύεται σε πολυτελή μάρκες και οχήματα υψηλής τεχνολογίας.



























