LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Adrenergic drug
/ɐdɹɪnˈɜːdʒɪk dɹˈʌɡ/
/ɐdɹɪnˈɜːdʒɪk dɹˈʌɡ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "adrenergic drug"
Adrenergic drug
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
drug that has the effects of epinephrine
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
adrenergic agonist eyedrop
adrenergic
adrenarche
adrenaline
adrenalectomy
adrenocortical
adrenocorticotrophic
adrenocorticotrophic hormone
adrenocorticotrophin
adrenocorticotropic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App