LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cap screw
/kˈap skɹˈuː/
/kˈæp skɹˈuː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cap screw"
Cap screw
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a threaded screw for machine parts; screws into a tapped hole
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cap opener
cap off
cap in hand
cap gun
cap and trade
cap-a-pie
capability
capable
capableness
capably
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App