LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cancroid
/kˈankɹɔɪd/
/kˈænkɹɔɪd/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cancroid"
Cancroid
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the most common form of skin cancer
cancroid
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to a cancroid
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cancridae
cancerweed
cancerous
cancer weed
cancer stick
cancun
candela
candelabra
candelabrum
candent
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App