Caespitose
volume
British pronunciation/sˈiːspɪtˌəʊz/
American pronunciation/sˈiːspɪtˌoʊz/

Ορισμός και Σημασία του "caespitose"

caespitose
01

(of plants) growing in small dense clumps or tufts

word family

caespitose

caespitose

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store