LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Caespitose
/sˈiːspɪtˌəʊz/
/sˈiːspɪtˌoʊz/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "caespitose"
caespitose
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of plants) growing in small dense clumps or tufts
word family
caespitose
caespitose
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
caesium clock
caesaropapism
caesarism
caesarean section
caesarean delivery
caesura
caesural
cafe
cafe au lait
cafe curtain
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App